- διάφορος
- -η, -ο (AM διάφορος, -ον)1. ανόμοιος, αλλιώτικος2. ποικίλος, παντοειδής («διάφοροι λόγοι τόν ανάγκασαν να παραιτηθεί»)3. το ουδ. ως ουσ. το διάφορο*αρχ.1. διφορούμενος, ασαφής2. ασύμφωνος, εχθρικός («τοῑς οἰκείοις διάφορος καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων μισούμενος», Πυσ.)3. εξαίρετος, υπέροχος («διαφόρους ὄντας τῇ γλυκύτητι», Διόδ.)4. πλεονεκτικός, ωφέλιμος («τῷ δὲ διάφορόν τι ἐδόκει εἶναι τοῡτο τὸ χωρίον ἑτέρου μᾱλλον», Θουκ.)5. δυσάρεστος, επιβλαβής («εὐλαβεῑσθαι γείτονα γείτονι μηδὲν ποιεῑ διάφορον», Πλάτ. Νόμοι).
Dictionary of Greek. 2013.